- ἀπανθρώπων
- ἀπάνθρωποςfar from manmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безчеловѣчьныи — (19) пр. Бесчеловечный, жестокий: гонениѥ безъмл(с)твьно и безъчл҃вчьнаго по всемоу въстокоу на кр(с)ть˫аны показа. (ἀπανϑρωπότατον) ГА XIII XIV, 201г; оукланѩютьсѩ... къ бечл҃вчьнымъ. наватианомъ. ПНЧ XIV, 172в; в роли с.: не пощадѣ рукы на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
Μπόρμαν, Μάρτιν — (Bormann, Χάλμπερσταντ 1900 – 1945). Γερμανός πολιτικός. Νωρίς δραστηριοποιήθηκε ως στέλεχος στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, καταλαμβάνοντας υψηλά αξιώματα. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Χίτλερ και από τους πλέον έμπιστούς του. Το 1941, ως αρχηγός… … Dictionary of Greek
Χάξλεϊ, Άλντους Λέοναρντ — (Huxley, Γκόνταλμινγκ, Σάρεϊ 1894 – Χόλυγουντ 1963). Άγγλος συγγραφέας. Ανιψιός του βιολόγου Τόμας Χένρι X., σπούδασε στο Ήτον και στην Οξφόρδη· από σοβαρή πάθηση των ματιών του έμεινε σχεδόν τυφλός για μερικά χρόνια και αυτό επέδρασε βαθιά σε… … Dictionary of Greek